Τα χρόνια της παιδικής μου ζωής πέρασαν ακούγοντας, σαν από χαλασμένο μεγάφωνο, από τις γιαγιάδες, τους παππούδες, τη μάνα και τον πατέρα τη ρήση –προτροπή– ευχή και κατάρα «να μη ζήσετε ποτέ τη φρίκη που ζήσαμε εμείς».
Ο αναστεναγμός ανακούφισης που έβγαινε όταν το έλεγαν, σαν επιθανάτιος ρόγχος από τα σωθικά τους, ανατρίχιαζε, όπως η παρουσία ενός φαντάσματος, την επιδερμίδα μου, αλλά κυρίως στοιχειώθηκε για πάντα το μυαλό μου με τις «εξωφρενικές» ιστορίες που άκουγα (ή τότε έκανα πως άκουγα, για να είμαι συνεπής με την επαναστατική γενιά μου). Όμως, άκουσα και ήξερα. Για να ακριβολογώ, αναστατώθηκε η ύπαρξή μου με αυτές τις «άγριες ιστορίες» από τα παλιά. Για εκείνους ήταν τα παραμύθια που μου έλεγαν σε σκοτεινές βεράντες τα βράδια του Αυγούστου, ανακατεμένα με μυρωδιές νυχτολούλουδου και παιδικού γάλακτος, αλλά στην ουσία ήταν οι εκμυστηρεύσεις - ψυχαναλύσεις των γέρων που «παραδίδουν» στους νέους, όπως οι παλαίμαχοι στους άρτι προσληφθέντες. Γενιές γενεών οι δικοί μου τυραννήθηκαν και αισθάνονταν ανακούφιση (αλλά σίγουρα και μια μικρή δόση χαιρεκακίας και απαξίωσης, τυλιγμένης σε σύννεφα αγάπης) όταν κατέληγαν στη μαγική τους φράση: «Μακάρι να μη ζήσετε στη χώρα αυτή ό,τι ζήσαμε εμείς».
Όλα άρχιζαν από τη Μικρά Ασία και τη σφαγή των μακρινών παππούδων μου και κατέληγαν στην Κατοχή, με μαυραγορίτες, εκτελέσεις και πείνα. Σφαγές ολόκληρων χωριών, ομαδικές εκτελέσεις, γειτονιές που καίγονταν, αντάρτες που μες στη νύχτα έσπαζαν τα παράθυρα και πέταγαν στουπιά βενζίνης στο πατρικό σπίτι, παιδιά οι γονείς μου να πηδούν από τα παράθυρα για να σωθούν και, μετά, σεισμοί, χαλάσματα, οικονομικές καταστροφές, αναγέννηση, Αθήνα, ’60s και ’70s σουρεαλισμός και γενιά του ’80, η γενιά μου.
Η προνομιούχος γενιά μου σουλατσάριζε αμέριμνη στα βρόμικα και πυρακτωμένα τσιμεντένια καταφύγια της Αθήνας, αποκομμένη βίαια από φύση, ουρανό και θάλασσα, έζησε ένα Πολυτεχνείο και μια παρωδία επιστράτευσης αμέσως μετά, για να καταλήξει στα ανέμελα ’80s, μ’ όλους τους άντρες να θέλουν να μοιάσουν στον Γαρδέλη, με ασπρόμαυρη μαρινιέρα και κιθάρα μετά μοτοσικλέτας, και τα κορίτσια σε ολίγον Τέτα Ντούζου και Σοφία Αλιμπέρτη, με ξεχειλωμένες μπλούζες, πλαστικούς φλούο κρίκους, σκουλαρίκια και μυτερές λευκές γόβες. Ερωτευτήκαμε παράφορα και αγνά, τηρούσαμε τις αρχές μας, αφού η ελευθεριότητα κι η ξιπασιά ήταν ακόμη για το περιθώριο – φάγαμε και το χαστούκι του AIDS και μας φρονίμεψε έτσι κι αλλιώς…
Πασχίζαμε, οι περισσότεροι, για καριέρες και χειραφέτηση, οι ώμοι στα σακάκια μας κάποια στιγμή ξεπέρασαν τον τετραγωνισμό του ίδιου μας του συντρόφου, μπερδεύτηκαν οι όροι, οι ώρες, τα φύλα. Γίναμε, με τη σειρά μας, γονείς και πάψαμε να είμαστε παιδιά, όχι μόνο για το είδωλο που βλέπαμε στον καθρέφτη μας, αλλά και για κανέναν που δεν απέμεινε στη ζωή να μας ξαναπεί «παιδί μου».
Όλα αυτά τα πολλά χρόνια (που κράτησαν όσο μια ταινία του Αγγελόπουλου, από εκείνες τις αργόσυρτες αλλά δίωρες στην ουσία) ήταν ευλογημένα και τυχερά, καλότυχα, όπως μας τα είχαν ευχηθεί οι παππούδες και οι γονείς. Τόσο καλότυχα που είχαμε προλάβει να ξεχάσουμε πως, πίσω από την ευχή σίγουρα θα υπήρχε και μια κρυμμένη «προφητεία», πως αθόρυβα και χωρίς τυμπανοκρουσίες επανάστασης, όλα θα όδευαν σε μια άλλη καταστροφή. Όχι με πτώματα, εκτελέσεις και χαλάσματα με μαύρους καπνούς, αλλά με καταρρακωμένα ήθη κι αξίες και καμένες συνειδήσεις.
Το DNA γενεών και γενεών Ελλήνων, διαβρωμένο από τα τετρακόσια χρόνια της Τουρκοκρατίας και της πρόσμειξής μας με έναν τόσο διαφορετικό λαό, που μας συνέθλιψε για τόσους αιώνες, ταξίδευε στο αίμα αυτού του λαού, διαβρώθηκε μέσα στο χρόνο και από τους νομοθέτες και τους φιλοσόφους προγόνους μας φτάσαμε στους ραγιάδες, πονηρούς και κολπατζήδες γείτονες από την Ασία. Η κουλτούρα μας άλλαξε, όπως και η ιδεολογία μας, η εξωτερική μας εμφάνιση, η ράτσα μας ξερά. Άλλαξε και η μέτρια πια ψυχή μας, ό,τι μας είχε απομείνει από τις βαναυσότητες των άγριων καιρών, με αποτέλεσμα οι μέτριοι να γίνουν κακοί, οι κακοί χειρότεροι και οι κάκιστοι αχρείοι. Και όλοι αυτοί γέννησαν παιδιά που τα μεγάλωσαν όπως μπόρεσαν κι όπως ήξεραν, τα δασκάλεψαν δάσκαλοι μέτριοι ως επί το πλείστον κι έγιναν οι Νεοέλληνες, για να φτάσαμε στο τώρα, στο σήμερα και στο «δεν πάει άλλο».
Στην αρχή, ξεχώριζες τους Νεοέλληνες από τις –τόσο απλές στην καθημερινότητα– κακές τους συνήθειες: Παιδιά που ποτέ δεν πετούσαν τσίκλα ή σκουπίδι στον κάδο, αντιγράφοντας το γονιό τους, ο οποίος άνοιγε το παράθυρο του αυτοκινήτου και τακτοποιούσε το σκουπίδι καταλλήλως, όπως και το τσιγάρο άλλωστε, που το άρχιζαν στα δώδεκα, ως σημάδι ανδρισμού. Στη συνέχεια, αναγνώριζες το Νεοέλληνα από τους κακούς τρόπους, από την οχλαγωγία και τη βία, διότι έμαθε πως η επιβολή του νόμου στο σπίτι του γίνεται με χαστούκι, σπρώξιμο και βρίσιμο. «Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος», του έμαθαν και στο σχολείο άλλωστε, τόσα και τόσα χρόνια. Και μετά, έμαθε να πληρώνει παράνομα για οτιδήποτε έπρεπε να γίνει νόμιμο. Από τις κλήσεις για τα STOP που παραβίαζε (αφού πάντα έβλεπε τον πατέρα του να γκαζώνει βρίζοντας), μέχρι τις κλήσεις για το παράνομο παρκάρισμα και τις πινακίδες που εξαφανίστηκαν. Όλα επέστρεφαν και σβήνονταν ως διά μαγείας, με ένα «δώρο» στον αστυφύλακα που ήταν γαμπρός του μπατζανάκη β’, στον τελωνειακό - ξάδελφο γαμπρού και τον εφοριακό (νταβατζή φυσικά, αλλά καλό παιδί στην ουσία, γιατί θα μπορούσε να μας πάρει και πιο πολλά για να κλείσει αυτή η μικρή παρανομία στη βιοτεχνία του πατέρα σου) και ούτω καθεξής.
Τα καλά παιδιά, εμείς οι Έλληνες, οι ρωμαλέοι νικητές στις μάχες, οι ανδρείοι της ιστορίας, οι αιώνια αδικημένοι στις συμμαχίες, οι Έλληνες που πολέμησαν σαν λιοντάρια, οι εξέχοντες δάσκαλοι, οι καλλιτέχνες, οι πνευματικοί, οι πολιτικοί, μακρινοί - απόμακροι απόγονοι του Περικλή, του Πραξιτέλη, του Σόλωνα και του Πυθαγόρα, γίναμε μεταλλαγμένοι Νεοέλληνες (διεφθαρμένοι Νεοκολομβιανοί καλύτερα), βουτηγμένοι άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο σε μια ιδιόμορφη μαφία κι ορκισμένοι σε μια «ομερτά» διαφθοράς που μόνο εμείς γνωρίζουμε τους όρους.
Τι σημασία έχει αν δεν έζησα φωτιές, σεισμούς και πολέμους όπως οι πρόγονοί μας, όταν παραδίδω στα παιδιά μου αυτό το «σήμερα», με έναν πολιτισμό στον οποίο βασιλεύει το τάλεντ «ζώου», με όλους να ξελαρυγγιάζονται και να ξεγυμνώνονται για να γίνουν Βανδή στη θέση της Βανδή, με τις καλλονές (αν είναι έξυπνες) να γίνονται πορνοστάρ;
Κι ύστερα, πρέπει να αποδείξω πως δεν είμαι ελέφαντας, δημιουργώ περιοδικά (άρα πρότυπα) και κυρίως μεγαλώνω τους νέους Έλληνες… Το τι λέω στα παιδιά μου για την ξεφτίλα των ημερών είναι άλλη συζήτηση, αλλά δεν έχω ούτε εγώ πλέον δικαιολογίες, γιατί κι εγώ φταίω κι έχω το μερίδιο της συμμετοχής στην «ομερτά».
Μέσα στη δυσοσμία του πτώματος αυτής της πανέμορφης χώρας, υπάρχει μια αναλαμπή. Αφού είμαστε λαός που μας χρειάζεται σωφρονιστικό σύστημα, επιτήρηση και οικονομικός διευθυντής, καλά θα κάνουμε να λειτουργήσουμε ως σωστοί εργάτες που οφείλουν να κάνουν, επιτέλους, τη δουλειά τους. Διότι, όταν έρχεται, στην προκειμένη, η στιγμή των περικοπών, ανασκουμπώνεσαι με συνοπτικές διαδικασίες και μαθαίνεις να διυλίζεις τον κώνωπα και να βρίσκεις λύσεις εκεί που κάποτε έλεγες πως όλα θα φτιάξουν μόνα τους. Και μαθαίνεις να δουλεύεις πιο αποδοτικά, γίνεσαι πιο χρήσιμος και πιο παραγωγικός. Δεν περιμένεις να σου φέρουν ένα ποτήρι νερό για να σβήσεις τη φωτιά, αλλά ρίχνεις μόνος σου με κουβάδες.
Αποχαιρέτησα την Ελλάδα που ήξερα για πάντα. Το ίδιο εύχομαι και δι’ υμάς. «Ψηλά το ηθικό», λέω σε όλους τους δικούς μου –το λέω στα παιδιά μου κυρίως– γιατί από τον πόλεμο αυτής της γενιάς θα αναγεννηθούν οι Νέοι Έλληνες και όχι οι Ελληνάρες που κάποιοι μας «επέβαλαν» ως πρότυπο εθνικής μαγκιάς και εξυπνάδας. Οι νέοι Έλληνες θα συνεχίσουν όταν όλοι εμείς θα έχουμε παραδώσει σώμα και πνεύμα. Κι οι Νέοι Έλληνες, ιδιοκτήτες του αυθαίρετου της Ελλάδας, θα πρέπει να «σκοτώσουν» το κατεστραμμένο στοιχείο στο DNA τους, καθαρίζοντας τα χαλάσματα των προηγούμενων και κυρίως χωρίς θυμό. Γιατί ο θυμωμένος άνθρωπος –ασχέτως δίκιου ή άδικου– έχει πάντα το ακαταλόγιστο.
«The show must go on». Ή, επί το ελληνικότερον, «ας κρατήσουν οι χοροί».