Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Μόνη στο γραφείο


Από νήπιο, το έπιπλο που μου είχε προξενήσει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ήταν το γραφείο του πατέρα μου, ένα βαρύ μαονένιο τερατούργημα με σκούρα επιφάνεια, που περισσότερο θύμιζε κάσα σε κηδεία Αρεοπαγίτη.

Ένα γραφείο για υψηλόβαθμο στέλεχος Υπουργείου, ένα γραφείο με σιδερένιες κλειδαριές, που ερέθιζαν τόσο πολύ την παιδική μου φαντασία ώστε να φαντάζομαι μονίμως την ύπαρξη χαμένων διαθηκών, ημερολογίων που έκρυβαν την αλήθεια (μήπως, τελικά, ήμουν υιοθετημένη;), φωτογραφιών από παλιούς έρωτες, κατοχικών χρημάτων και οτιδήποτε άλλου μπορούσε να συλλάβει η ελεεινή μου περιέργεια. Πίσω από το γραφείο εφάρμοζε ευλαβικά μια θεόψηλη μαύρη δερμάτινη πολυθρόνα με κουμπιά τύπου Chesterfield, που παρέπεμπε σε αυστηρό ιατρείο παθολόγου, ο οποίος εξετάζοντας τον ασθενή θα έλεγε με ύφος Μάνου Κατράκη «έχετε έξι μήνες ζωής», σε μια ντουζίνα ασθενείς κάθε μέρα. Το ημίφως, που υπέφωσκε μονίμως, χειμώνα - καλοκαίρι, οι κατεβασμένες γρίλιες, αλλά και το ’60s φωτιστικό μαζί με την αρχαία Olympia γραφομηχανή με το μπλε καρμπόν περασμένο στη θέση του ενίσχυαν το πάθος μου για αυτή τη γωνιά του σπιτιού.
Πρώτα έμαθα τις κρυψώνες κάτω - πίσω - δίπλα από το γραφείο αυτό και μετά στο δωμάτιό μου. Η βιβλιοθήκη με τα χοντρά βιβλία του πατέρα μου (ο οποίος είχε την ιδιοτροπία να τα δερματοδετεί πάντα μαύρα ή σκούρα καφέ με τυπωμένο χρυσό το όνομα στη ράχη) με έκανε στην αρχή να πιστέψω πως είχε γράψει εκείνος, μονομιάς μάλιστα, όλα τα βιβλία. Εκεί πρωτοέπαιξα –εγώ, ένα ξεχασμένο παιδάκι της πολυκατοικίας, ένα εσώκλειστο του κλιμακοστασίου– εκεί στα μέσα των ’70s, όταν η βόλτα όλων των παιδιών ήταν η επίσκεψη στον μπακάλη της γειτονιάς και το περίπτερο για την εφημερίδα, με έξτρα τσίκλα - φυλλαράκι δώρο. Η πρώτη μου λέξη γράφτηκε σε εκείνη την «αρχαιοελληνική» γραφομηχανή (νομίζω ότι ήταν η λέξη «κ-ο-τ-α») τρόπαιο του πατέρα μου από το γαμήλιο ταξίδι του στη Γερμανία το 1957, ενώ κάτω από τη βαριά κάσα του, περικυκλωμένη από τα σκοτάδια του, έπαιξα για πρώτη φορά με μια δανεική Barbie (από το διπλανό διαμέρισμα), με αυτοσχέδιο ρουχισμό και interior από το καλό σερβίτσιο της μητέρας μου. Εκεί έγραψα πρώτη φορά ημερολόγιο με το φως ενός φακού, εκεί έκλαψα όταν «ανακάλυψα» ξαφνικά πόσο τρομακτικά μισούσα τους πάντες –ακόμα και εκείνους που λάτρευα, τους γονείς μου– εκεί, κοντά στα 14. Εκεί τηλεφωνήθηκα κρυφά (για το φόβο των Ιουδαίων, καλυμμένη από τη χοντρή καρό κουβέρτα μου), εκεί έκανα και τους πρώτους μου υποθετικούς διαλόγους - ευχαριστήρια στα Oscar, ακούγοντας το θέατρο της Δευτέρας στο ραδιόφωνο.

Τα χρόνια πέρασαν κι εγώ, υπομονετικά, περίμενα να κληρονομήσω το τερατόμορφο αναγνωστήριο από τη δεύτερη κάτοχό του, την αδελφή μου, η οποία είχε περάσει αξέχαστες στιγμές σκληρής ελληνικής μελέτης, παραγκωνίζοντας έναν πατέρα ο οποίος διαπίστωνα με καθημερινή λύπη πως χανόταν όλο και πιο πολύ στις δικές του σκέψεις – δαιμόνια που τον βύθιζαν στην ασφάλεια ενός μοναχικού κόσμου. Κατοχύρωσα για τα καλά την Chesterfield πολυθρόνα στα 15 κι ένιωθα κυρίαρχη του χώρου, της μαονένιας κάσας και της βιβλιοθήκης πίσω μου, η οποία πλέον «ξέρναγε» από βιβλία, προσπέκτους, λεξικά, βοηθήματα και εσχάτως από περιοδικά, που τα έκρυβα από τα χαμηλά ράφια εδώ και καιρό και ήταν η ώρα χωρίς ντροπή να γειτνιάσουν με τα δερματόδετα βιβλία του πατέρα μου. Σαν να ζητούσαν ευκαιρία να χλευάσουν για λίγο την καθωσπρέπει μόρφωση που με χτίκιασε τόσα και τόσα χρόνια ή τα ποιήματα του Ουράνη, του Καβάφη και του Καρυωτάκη, που τα έμαθα αναλύοντας το συντακτικό τους και όχι πίνοντας το νέκταρ των στίχων τους – ως όφειλα.


Ατέλειωτα ξενύχτια, μερόνυχτα κούρασης και «θρησκευτικής» αγρύπνιας, λόγω εξετάσεων την επομένη, έκαναν το «μαονένιο μου φερετράκι» αναπαυτικό κρεβατάκι, για εμένα, τις σκέψεις μου και τις ζωγραφιές μου, που πλέον ξέφευγαν από τα χαρτιά και γίνονταν επίθεση αναρχικής, αφού σκάλιζα σιγά - σιγά και σταθερά τις παρυφές των συρταριών του, τα εσωτερικά και τα πλαϊνά του, με κακό σκοπό βανδάλου, αλλά και ονειροπόλου – φρεσκοερωτευμένου στο δάσος, που σκαλίζει με ηδυπάθεια το όνομα της καλής του και την ημερομηνία... 1983, ’84, ’88, ’90, ’92...

Αφεντικό πλέον, όχι μόνο του πατρικού γραφείου, αλλά και του σπιτιού, θρηνώντας έναν πατέρα που πια δεν υπήρχε για να μοιραστεί μαζί μου καμιά λύπη (τις λύπες, νομίζω, τις μοιραζόταν μαζί μου πιο σθεναρά), κατηφόριζα την παλιά αγορά, στην Ερμού και Ασωμάτων, ένα καταμεσήμερο Ιουλίου που ο ήλιος ζεμάταγε τους ώμους μου (κι εγώ χαιρόμουν πως μαύριζα) και νόμιζες ότι βρισκόσουν στο Κάιρο από τη ζέστη, τις φωνές και το μποτιλιάρισμα. Έψαχνα πάλι έπιπλα, ντεκόρ για μια φωτογράφηση –ως συνήθως– σε χρόνο ρεκόρ. Ανέβαινα και κατέβαινα σκάλες στο παλαιοπωλείο, όταν ξαφνικά έμεινα άλαλη συνειδητοποιώντας ποιο έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα μου προς την ελευθερία: Με μια κίνηση (σπρωξιά καλύτερα) αποχαιρέτησα στο φορτοεκφορτωτή το πατρικό μου τρόπαιο, το περίφημο γραφείο του πατέρα μου, σε μια κίνηση ματ, αφού είχα σιγουρευτεί ότι η μητέρα μου έλειπε από το σπίτι. Τα πήραν όλα, κοψοχρονιά. Γραφείο, συρτάρια, βιβλιοθήκη, πολυθρόνα, ακόμη και το φωτιστικό. Κράτησα μόνο τα βιβλία να μου θυμίζουν τα μη και τα πρέπει μου, τους κανόνες και τα όριά μου, το καλό και το κακό μου. Αποχαιρέτησα για εμένα, για εκείνον και για εκείνες (ξέρουν αυτές) τα όνειρα αλλά και τους εφιάλτες. Το παλιό μου «κρησφύγετο» έγινε λεία κάποιου παλιατζή, ο οποίος μου είπε πως, αν ήξερε ότι θα ήταν τόσο ογκώδες, δεν θα το έπαιρνε ούτε αυτός ποτέ. Καθόμουν μόνη μου, για ώρες, οκλαδόν στο άδειο δωμάτιο, ανάμεσα στα βιβλία και στα περιοδικά. Για καιρό, ξενοκοιμόμουν στον καναπέ του σαλονιού, μέχρι που έφτιαξα την κρεβατοκάμαρα της Λόρα Άσλεϊ και της Λόρας από το «Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι» σε συσκευασία «δύο σε ένα».

Στα επόμενα χρόνια, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι δεν απέκτησα ποτέ δικό μου γραφείο στο σπίτι μου. Φιλοξενούμαι (με απίστευτη γκρίνια και αγάπη) στο γραφείο του συζύγου μου στο σπίτι μας, ενώ στις Εκδόσεις, σε μια έκρηξη αμηχανίας και δημιουργικότητας, πήρα την πρώτη μου συζυγική τραπεζαρία και την έχρισα γραφείο εργασίας.
Δεν ξέρω τι με έπιασε απόψε κι ενώ όλοι έχουν φύγει κι η Εταιρία είναι άδεια, έπεισα τον εαυτό μου πως έπρεπε να κλειδωθεί (στην κυριολεξία) κάπου με απόλυτη ησυχία, για να συγκεντρωθώ. Στο σπίτι επικρατεί μονίμως ο «Πόλεμος των Άστρων», με τα μικρά να αλληλοεξοντώνονται.

Ξαφνικά, εδώ, απόψε, κατάλαβα πως έχω ένα μικρό δωμάτιο δικό μου, έπειτα από πολλά - πολλά χρόνια. Έχω κι ένα ενυδρείο με πολύχρωμα ψαράκια να γουργουρίζουν από ευτυχία που δεν κινδυνεύουν στ’ ανοιχτά νερά κι εγώ να χαζεύω με την ευτυχία τους.
Απόψε, έμεινα μέχρι αργά στο γραφείο μου, στο δικό μου pop art γραφείο, σαν μεγάλη, πολύ μεγάλη πια, αλλά και λίγο σοφή για να το ξεφορτωθώ η ίδια έπειτα από χρόνια, πριν το κάνει κάποιος άλλος καθώς θα πετάει προς την ελευθερία του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου