Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

Το κρατίδιο του δαιμόνιου ρεπόρτερ


Διακοπές. Διακοπή λόγω θέρους. Ραντεβού το Σεπτέμβρη. Διακοπή για διαφημίσεις. Θερινές διακοπές, που διακόπηκαν κι αυτές στο μακρινό –πλέον– παρελθόν και από τότε έχω να τις ξαναδώ.

Διακοπές κάποτε ήταν η «εξαφάνιση» μέσα στη ζέστη του καταμεσήμερου στον Πειραιά ή στη Ραφήνα μ’ ένα μονίμως χαλασμένο καράβι ή μ’ ένα αεροπλάνο, το ξεπακετάρισμα ρούχων που ζεμάταγαν από το φουσκωμένο σακ βουαγιάζ και –λίγες ώρες μετά και δεκάδες μίλια μακριά– το πρώτο απογευματινό βούτηγμα των άσπρων σου ακόμη (έχω μέρες να μαυρίσω) ποδιών στην πρώτη σουρουπωμένη θάλασσα που θα έβρισκες μπροστά σου. Διακοπές ήταν η λαχτάρα των πρώτων ημερών, το Κόπερτον που τέλειωνε από την αλόγιστη χρήση και το βιβλίο που όλο κάτι γινόταν και δεν διαβαζόταν με συνέπεια. Ήταν τα ίχνη σου που τα εξαφάνιζες με τόση ευκολία (το κινητό δεν είχε εφευρεθεί και δεν χτύπαγε ποτέ για να σε ταράξει και να σε ανακαλύψουν), η αποχή από το «κάθε μέρα» πεπρωμένο, οι δεκαπέντε ημέρες (μετρημένες διπλά και τριπλά, η κάθε μία με ιερή προσοχή και εξέχουσα σημασία), που θα άλλαζαν τη χρονιά όλη, που θα τη μηδένιζαν και θα άρχιζαν με γενναιότητα μια καινούργια, χωρίς να περάσεις από τα Χριστούγεννα και το Νέο Έτος. Διακοπές με μια επιστροφή που σε έκανε να βλέπεις τα βρόμικα καθαρά και τα μίζερα ντυμένα με καινούργιο πλούτο.


Είκοσι χρόνια μετά, το σακ βουαγιάζ μου με αποχαιρέτησε θλιβερά, πεταμένο σε κάποιον σκουπιδότοπο, στο κέντρο της Αθήνας. Ο τόπος των «θερινών διακοπών» έγινε απλώς ο τόπος μεταφοράς της ζωής μου τους θερινούς μήνες, αλλά κι ο τόπος όπου ξελαρυγγιάζονται (χωρίς γονική επιτήρηση) γυμνές έφηβες τσαπερδόνες με βραζιλιάνικους πισινούς πάνω σε μπάρες και ουρλιάζουν στο γνωστό ρεπόρτερ «Μύκονοοοοοοος» ή «Μάλιαααααα» ή «Φαληράκιιιιιιιιι». Κι εγώ, ξαφνικά, βρέθηκα να μονολογώ πως αλλιώς το είχα φανταστεί όταν ξεκίνησα αυτό το σαγηνευτικό ταξίδι θερινών διακοπών, χρόνια πριν, στο μυαλό μου κι αλλιώς το πράγμα μού προκύπτει…

Η «διακοπή», πλέον, δεν έρχεται ποτέ. Διότι, πολύ απλά, το τηλέφωνο χτυπάει ασταμάτητα με προβλήματα που απαιτούν λύση εδώ και τώρα, το γραφείο δουλεύει σαν μια μεγάλη τεράστια μηχανή με συνεχείς βάρδιες που καίει συνέχεια κάρβουνο, μουγκρίζοντας και βγάζοντας καπνούς όλο το χρόνο, κι επιπλέον, όλους αυτούς που θες ή δεν θες να βλέπεις στην πόλη τούς συναντάς στις κοσμικές περατζάδες, σαν τις περίφημες νυφοπαζαρικές βόλτες στα χωριά της Θεσσαλίας.

Πεταχτά, δειλά πια φιλιά (ένεκα γρίπης) στον αέρα, «πότε ήρθατε», «πόσο θα μείνετε», ενώ ακόμα και η πιο μικρή παραλία υπέκυψε στην ξαπλώστρα, στην εκκωφαντική μουσική και στους μεταλλαγμένους σε Ρώσους Έλληνες με τα πούρα και τα ποτά δίπλα στο κύμα. Μια νέα, αλλά ίδια και απαράλλαχτη, ζωή σε αυτό το νησί που από την αρχή είχα προσπαθήσει να αγαπήσω. Μόνο η θάλασσα, άγρια, θυμωμένη τις περισσότερες ημέρες του μήνα –μανιασμένη με όλους εμάς, υποψιάζομαι– είναι ίδια εκεί, μέσα στο βάθος, καθώς την κοιτώ από το μπαλκόνι μου… Και το ηλιοβασίλεμα, που καταπίνεται ολόκληρο από αυτήν ή το βάθος της, που το κοιτώ σαν χαμένη τις λίγες φορές που μπορώ να βρεθώ με βάρκα στα ανοιχτά ή σε έρημο κόλπο (χωρίς να πέσω επάνω στη μυστακοφόρο Μανταλένα και σε όλο της το σόι σε μια μόνο βάρκα, ή σε συμμορία νεοελλήνων σε φουσκωτά, με πούρα και σφηνάκια, συνοδεία εκκωφαντικής μουσικής Γιαννούλη - Βαζαίου από το τελευταίο cd δώρο του περιοδικού Πίστα).

Εγώ και οι σκέψεις μου μαζί, λίγες φορές κι αυτές, συναντιόμαστε καθώς χαζεύω τα αιματοβαμμένα νύχια των ποδιών μου ξεχασμένα μέσα στη θάλασσα ή αργά τη νύχτα, καθώς βλέπω τα φώτα στο λιμάνι. Τα σιχαίνομαι ακόμα τα λιμάνια. Ειδικά τα ελληνικά είναι τόσο άσχημα την ημέρα. Μόνο τη νύχτα ομορφαίνουν λίγο, γιατί «κρύβονται» όπως οι λάσπες με το χιόνι…
«Όχι, εγώ ήθελα λιγότερα τελικά», σκέφτομαι και τινάζομαι σαν να με διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα, καθώς περιεργάζομαι αφηρημένη μια οικογένεια με δυο μικρά παιδιά, που υποψιάζομαι ότι με μεγάλη οικονομική δυσκολία αποφάσισε να κάνει διακοπές στο περιβόητο «νησί των ανέμων» και «του δαιμόνιου ρεπόρτερ του Star».

«Στη θέση τους δεν θα πάταγα το πόδι μου ποτέ εδώ», είπα στο μεγάλο μου γιο, κόβοντάς του αποφασιστικά ακόμη ένα μεγάλο κομμάτι πίτσα. «Οι καλύτερες διακοπές της ζωής μου ήταν μόνο οι ταπεινότερες», τους απολογούμαι, κοιτώντας τους στα μάτια, πριν πάρουμε το ταξίδι της επιστροφής από την έρημη παραλία στο «κρατίδιο της κοσμικής νεοελληνίδας».

Το όμορφο, άσπιλο από κοσμικές πατημασιές, νησί θα γίνει δικό μου ξανά, σαν ανακουφιστική ανάσα έπειτα από βαθιά βουτιά σε μαύρα νερά, εκεί κοντά στα μέσα Οκτωβρίου, όταν θα γαληνέψουν πάλι τα Σαββατοκύριακά μου, όταν θα νιώθω πως οι βουτιές είναι μόνο δικές μου σε όλο το Αιγαίο και οι παραλίες της Δήλου θα είναι κι αυτές ερημωμένες. «Θα επιστρέψω τότε για διακοπές», λέω στον εαυτό μου, που φαίνεται πως τελικά κατάφερε περισσότερα απ’ όσα άντεχε.

Κλείνω τα μάτια μου συχνά, ακουμπισμένη στο πιο ακριανό άσπρο τοιχάκι της βεράντας, που το δέρνει πιο δυνατά απ’ τα άλλα ο ανελέητος αέρας των οκτώ μποφόρ, και κάνω αναδρομή στα περασμένα καλοκαίρια μου. Ήμουν πάλι εγώ, αλλά και μια άλλη ξέγνοιαστη γυναίκα – κορίτσι: Εγώ, στα ζεστά νερά των Καμένων Βούρλων, με μπερδεμένα σκούρα φύκια στα πόδια και ροζ κουβαδάκια, εγώ μαζεύοντας πεταλίδες στα βράχια του Πηλίου, εγώ αναστενάζοντας στον πρώτο έρωτα στην αμμουδιά της Σκιάθου και στα Γιάλτρα Ευβοίας. Και μετά, ώριμη κι ανώριμη, απλώνοντας πετσέτα κοριτσίστικη στα βράχια της Ύδρας ύστερα από εξαντλητικό ποδαρόδρομο, σκαστή από τη μαμά - Κομαντατούρ και χαμένη στο πλήθος των τουριστών στην Κρήτη και στην Πάρο, ερωτευμένη και απογοητευμένη στη Σίφνο, ξεκολλώντας ασημόσκονη από τα βράχια της Χρυσοπηγής και κάνοντας ευχή να επιστρέφω σ’ αυτό το μέρος για πάντα.

Εκεί, κάθε μέρα, και για τις ιερές 15 ημέρες που ακολούθησαν, την ίδια ώρα το απόγευμα παρακολουθούσα ευλαβικά ένα υπερηλικιωμένο ζευγάρι (άσπροι κι ανέγγιχτοι από ήλιο και οι δυο τους) που κολυμπούσε με αναπνοές και γερασμένες όλο αγάπη αγκαλιές. Έπεφταν από τα βράχια της Χρυσοπηγής και ξανοίγονταν στο πέλαγος μέχρι που ο ήλιος έδυε πίσω από τα σκουφάκια τους. Τα χρόνια πέρασαν κι αυτοί θα χάθηκαν σίγουρα (κάπου εκεί στα ανοιχτά) για πάντα.

Αλλά κι εγώ δεν ξαναγύρισα ποτέ. Τα βράχια της περισυλλογής και της μοναξιάς έγιναν πολύβουη, κοσμική παραλία, κατασκήνωση με ψυγειάκι, βατραχοπέδιλα όλων των χρωμάτων και κουβαδάκια όλων των σχημάτων με ασορτί τσουγκράνες. Το βιβλίο έγινε τάπερ με μαγειρευτό φαγητό και «φά’ το γρήγορα γιατί δεν έχει παγωτό μετά», ενώ οι παθιασμένες αγκαλιές στη σουρουπωμένη παραλία σε μια μονή πετσέτα έγιναν ξαπλώστρα διπλή, τετραπλή, πρώτη σειρά, μετά ομπρέλας και ποτού.

Ανοίγω το παράθυρο και έξω λυσσομανάει ο αέρας, θυμωμένος από μέρες τώρα, και νιώθω έτοιμη –σαν από καιρό– να πετάξω ψηλά και να προσγειωθώ το ξημέρωμα με τον πρώτο ήλιο σε όποια μικρή βάρκα βρω μπροστά μου, μακριά από γνωστούς και άγνωστους δαίμονες, τηλέφωνα και ομιλίες. Μόνο εγώ, οι σκέψεις μου και οι αγάπες μου, τρώγοντας καρπούζι και μαζεύοντας πεταλίδες ως το ηλιοβασίλεμα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου